Σήμερα σώζεται σε ύψος 12 περίπου μέτρων και 3 ορόφων (αρχικά 15 μ.). Η είσοδος βρίσκεται στα 2 μέτρα από την επιφάνεια της γης και εξασφαλιζόταν με ξύλινη σκάλα, η οποία δεν έχει σωθεί. Μετά την είσοδο υπάρχει μικρός προθάλαμος και αριστερά κτιστή σπειροειδής κλίμακα που οδηγεί στον 1ο όροφο. Ο κύριος χώρος είναι στεγασμένος με θολωτή οροφή από πλίνθους και πιθανότατα αποτελούσε δεξαμενή. Οι τοίχοι του πρώτου ορόφου σώζονται μόνο τμηματικά ενώ οι κόγχες σε αυτούς προδίδουν την ύπαρξη παρεκκλησίου (σύνηθες εντός των πύργων, αν όχι ο κανόνας). Από το δεύτερο όροφο σώζεται μόνο ελάχιστο τμήμα των κατώτερων τοίχων του.
Ενδιαφέροντα στοιχεία στην τοιχοποιία του αποτελούν εκτός από τα λίγα μαρμάρινα τμήματα (κίονες και παραστάδες) από την αρχαία Όλυνθο, ένα ανάγλυφο και 2 κεραμοπλαστικοί σχηματισμοί. Το ανάγλυφο βρίσκεται στην πρόσοψη και παριστά σταυρό λιτανείας ανάμεσα σε δύο φύλλα. Στην πρόσοψη επίσης με τους κεράμους σχηματίζεται σταυρός και η συντομογραφία ΙC XC N K (Ιησούς Χριστός Νικά). Στη νότια τοιχοδομή παρατηρούμε σχηματισμένο με κεράμους επίσης το σταυρόγραμμα της Μονής Δοχειαρίου.
To 1373, η Άννα Καντακουζηνή η Παλαιολογίνα, κάτοχος ενός κτήματος στα Αμαριανά (Mαριανά), θα το πουλήσει με την έγκριση του άντρα της Μέγα Δομέστικου Δημήτριου Παλαιολόγου στη Μονή Δοχειαρίου στο τρίτο της αξίας του (600 υπέρπυρα, πληρωμένα σε 600 ουγγιές βενετικών δουκάτων). Το υπόλοιπο της αξίας θα θεωρηθεί δωρεά στη Μονή προς σωτηρία ψυχής. Ο πύργος αναστηλώθηκε το 1374 από τους μοναχούς και χρησίμευε ως κέντρο αναφοράς και άμυνας του κτήματος της μονής Δοχειαρίου.
Χτισμένος σε μικρό λόφο, επόπτευε όλη την πεδιάδα ως τον κόλπο της Κασσάνδρας, την κοίτη του Ολύνθιου ποταμού, καθώς και την οδό που οδηγούσε από τη Βόρεια Χαλκιδική στη χερσόνησο της Κασσάνδρας.